θάλλινος

θάλλινος
θάλλῐνος, η, ον, ([etym.] θαλλός)
A of or for young shoots,

στέφανος IG12(1).162.3

([place name] Rhodes); ἀγγεῖα Sch.Ar.Av.799: [full] θαλλῐνώδης, ες, covered with shoots, of the Wooden Horse, Cyr.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θάλλινος — θάλλινος, ίνη, ον (Α) [θαλλός] κατασκευασμένος από θαλλούς, από νεαρούς βλαστούς («θάλλινα ἀγγεῖα») …   Dictionary of Greek

  • θάλλινα — θάλλινος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλινώδης — θαλλινώδης, ῶδες (Α) (για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ευ ώδης, τρομ ώδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”